Πέμπτη

01-08-2006
Μνήμες: Κυριάκος Κυριακιδης
Αφήγηση: Κυριάκος Κυριακιδης



Πηγε με μπαστουνι να πρωτοπαρουσιαστει, το 1946, σαραντα εφτα κλαση, δεκατη ΕΣΣΟ. Ηταν γυρω στους δεκα απο το Σεκελερ της Χρυσουπολης. Ο συμμοριτοπολεμος δεν τελοιωσε, ο λοχιας ο εκπαιδευτης του, σκοτωθηκε στην πρωτη μαχη. Παρουσιαστηκε στην διλοχια Καβαλας. Με κοπρια σοβαντιζαν το πατωμα.

Στη διλοχια από τα χαραματα κανανε καψονι. Με τον ζωστηρα βαραγανε, «Ακομα εδώ ειστε;». Ότι βρισκανε, φοραγαν. Εβγαιναν εξω. Εμπαιναν γυρω-γυρω, στην μεση οι λοχιες. Τροχαδην. Ηταν ενας τοιχος κοντα πηδαγε χωρις να τον δουν. Εδενε τις αγκραφες, φτιαχνονταν και εμπαινε παλι με τους αλλους. Επιανε το (περικ…). Τρεχανε προς ένα λοφο και γυριζανε παλι πισω. Επιναν το τσαι τους για πρωινο. Πηγαιναν στα κρεββατια τους, σενιαριζονταν και εδιναν αναφορα, στους λοχιες, στο λοχαγο. Εγω, στο προσκλητιριο παρων. Επαιρναν τα οπλα και πηγαιναν στην Καλαμιτσα. Στο πεδιο ασκησεων, με τα ποδια, δεν ηταν μακρυα. Κανανε τις ασκησεις. Στην διμοιρια ηταν παρεα με έναν Αθανασιαδη.

Ο Κυριακος ηθελε να αποφυγη το στρατο. Εβγαζε την αρβυλα του, εδειχνε το τραυμα. Εκανε κρυο, γαντια φορουσαν, τους χτυπουσαν με το καμουτσικι, τους βαραγαν στα χερια όταν πηγαιναν να τα βαλουν στην τσεπη. Εκαναν μαθημα στα οπλα, στο μπρεν καποιο οπλο αγγλικο.

Δυο μηνες βασικη εκπαιδευση. Πηγαιναν πορεια πανω σε μια κορυφη. Ο Κυριακος πηγαινε τελευταιος. Πηγε στον γιατρο και τον βγαλανε υγιη. Εκανε και διμοιρια επιδειξεων, για λιγο, παρ’ ολο που ειχε το προβλημα. Εν-δυο.

Ηρθε ο καιρος για την αποσπαση. Θα πηγαινε στην Δραμα. Σκεφτηκε ότι θα παω εγω στην Δραμα και από εκει θα με στειλουν στο μετωπο για τους κατσαπλιαδες, ακομη ειχε διαμαχες.

Πηγαιναν και Αθηνα, Θεσσαλονικη. Αναφερε σαν οπλουργος. Τους ειχανε αναγκη. Του ειπαν να μεινεις εδώ. Ο διοικητης αλλαξε την γνωμη. Φυλαγανε σκοπιες, με σφαιρες πραγματικες. Βαραγανε στον αερα, (αντα) και τζειμς τριανταρια. Νευριασε ο διοικητης. Τους εφερε στο πεδιο βολης. Τους εκανε καψονια, τροχαδην εξουθενοτικο, αρκετοι επεφταν.

Ταξιδεψαν στον Πειραια. Τους πηγαν στην Ομονοια, σε ένα καφενειο στο ‘Νεον’, το μερος ηταν υπογειο ακομη. Περιμεναν να πανε στο κετες για εκπαιδευση. Εκει συναντησε τον Σταυρο, ηταν εθελοντης πενταετιας, που γνωριζονταν από εδώ, την Χρυσουπολη, με ένα φιλο του, τον Ιερεμια, από το Ποντολιβαδο. Από εκει τους πηγανε στο στρατοπεδο, εκει που είναι τωρα το Χιλτον. Τους κακοχαρακτηρισαν για κομμουνιστες. Τελικα ηρθε καποια διαταγη απ’ εξω ότι αυτοι ηταν καθαροι. Πηγαν στο λοχο τους, εκπαιδευτηκαν στην λιμα, στα κοντακια, κατι βαψιματα. Ηταν στο στοιχειο του, αλλα και εγραφαν, εκει τα βρηκε μπαστουνια.

Εξη μηνες στο στρατο, και Χριστουγεννα και Πασχα. Ζητουσε αναβολη, και με τον Σαββα Κουγιουμτζογλου. Εκανε παρελαση για τις εικοσιπεντε Μαρτιου, μπροστα από την Βουλη. Ηταν στις στηλες του Ολυμπιου Διος και από εκει ξεκινουσαν μεχρι την Ομονοια. Ολη μερα ορθοστασια, παρελαση την άλλη μερα πηγαινει στο ιατρειο, στο αναρωτηριο της μοναδας. Μολις τον ειδε ο γιατρος, τον παρεπεμψε στο τετρακοσια ένα νοσοκομειο. Πηγαινε για αναβολη, πηρε αναρωτικη αδεια, ένα μηνα. Ολοι ειχαν φυγει, ο Κυριακος μονος του στην αιθουσα. Ο Σταυρος του εφερνε τσαι, το ‘πινε ετσι σκετο, στο πλαι. Ενας αξιωματικος ηρθε, «Εχεις γραμμα», ειπε. Δεν ξερει ποιος το ‘στειλε, «Η γκομενα σ’ παντρευεται», συνεχισε ο αξιωματικος. Λογοκρισια, τα διαβαζαν τα γραμματα. Ηταν για την Κιτσα, συγγενης του Νεστορα, που η Πασαγουζου εκανε προξενειο. Η Κιτσα παντρευεται ένα Θασιτη, δεν τον εννοιαζε.

Περασε από την επιτροπη, ηταν να είναι και ο Σαββας εκει, ειχε δουλειες, δεν παρουσιαστηκε. Παρουσιαστηκε μπροστα στην επιτροπη, μιλησε χωρις να του δωσουν τον λογο. Ελεγαν ότι του δινουν αναβολη ετησια. Ένα χρονο, ένα χρονο. Πηρε τα πραγματα του και ξεκινησε για την Καβαλα. Προτιμησε το καραβι, το ‘Ιονιον’, με το τρενο, ναρκες κατσαπλιαδες. Κατεβηκε στην Αλεξανδρουπολη, χαζευε, κατεβηκε στην πολη, εμπλεξε, το καραβι εφευγε. «Φευγουμε». Νυχτα, σουρουπωσε, δεν ελυσαν τους καβους, εκανε μανουβρα, πιανει το σχοινι, κρεμονταν, ανεβηκε πανω. Αν πηγαινε οδικως υπηρχαν ναρκες, κατσαπλιαδες. Τα καταφερε βγηκε στο Πορτο Λαγος.

Αγωνια μετα, σε ένα χρονο, πηγαινε στην στρατολογια Καβαλας, ρωταγε «Με καλεσατε;». Όχι δεν καλαγανε. Περασαν εξι, εφτα χρονια, τιποτα. Μετα πηρε ένα χαρτι, «Τι να σε κανουμε τωρα, αμα σε παρουμε φανταρο». «Θα πληρωσεις». «Δεν πληρωνω μια». Και ακομη δεν πληρωσε.

Δεν υπάρχουν σχόλια: