Ο Τρυφων και η Κυριακη Μητσικογλου η Μηστικογλου πεθαναν στην εξορια, σε ενα σουργκουν που οι Τουρκοι οργανωσαν απο την Παφρα. Κατα πασα πιθανοτητα αυτο θα εγινε οταν η Σοφια Μητσικογλου κρυφτηκε στο παταρι της φιλης Τουρκαλας και ο Παρασκευας Κυριακιδης ντυμμενος παπαδιστικα κρυφτηκε στο χωραφι με τις κολοκυθιες. Ενω και οι δυο απεφυγαν το σουργκουν, δεν εγινε το ιδιο και για τον Τρυφωνα και Κυριακη Μητσικογλου, που οντας στο σουργκουν θα πεθαναν απο τις κακουχιες κατα την πορεια στην ενδοχωρα της Μικρας Ασιας. Μια ημερομηνια που ειναι σημαδιακη και προδικαζει ποτε εγιναν αυτα, ειναι και η αφιξη του Κεμαλ Ατατουρκ τον Μαη στις 19 του 1919 στην Σαμψουντα και το ξεκινημα του Εθνικου Αγωνα των Τουρκων να διωξουν τους ξενους απο την Τουρκια.
Μια αλλη ημερομηνια σημαδιακη ειναι η 25 Ιουλιου του 1920, οταν ο Ελληνικος Στρατος αποβιβαστηκε στην Σμυρνη και επιασαν 8.000 Τουρκους στην Σμυρνη και τους εβαλαν στη φυλακη. Μπορει σαν αντιποινα αυτης της ενεργειας, οι Τουρκοι να αρχισαν τα σουργκουν στους Ελληνες και σε αλλες περιοχες της Τουρκιας κατα των Ελληνων.
Στα 1919 η 1920 ο Παρασκευας Κυριακιδης ητανε 14 με 15 χρονων. Κατα τις μαρτυριες της Μαρικας Τερζογλου ο Τρυφων και η Κυριακη Μητσικογλου εμεναν στον Οτμασα, ενα χωριο κοντα στο Νεπιεν. Ο Παρασκευας Κυριακιδης ειχε παει στο σχολειο και ειχε μαθει γραμματα, τελοιονοντας το αντιστοιχο Δημοτικο.
Μετα απο αυτο το κακο ο Παρασκευας Κυριακιδης βρεθηκε με την πρωτη ξαδελφη του Σεβαστη και πηγαν στο βουνο για να ξεφυγουν τους διωγμους. Εκει και με αλλους Ελληνες, κατω απο τους καπετανεους ανταρτες προσπαθουσαν να επιβιωσουν. Εκει εφτιαξαν μια καλυβα και ο Παρασκευας Κυριακιδης εφερνε τροφιμα και η Σεβαστη τα μαγειρευε σε αυτοσχεδια μαγειρικα σκευη. Η Σεβαστη πρεπει να ηταν ξαδελφη του Παρασκευα απο την μερια της μητερας του της Κυριακης Μητσικογλου, (Λαθος: ηταν κορη του Κυριακου Μητσικογλου, αδερφου των Τρυφωνα και Σαββα Μητσικογλου) (Λαθος: το γενος Ευφραιμιδου και επακολουθα ονομαζονταν Σεβαστη Ευφραιμιδου.)
Ο τροπος που κατορθονανε να βρουν τροφη ηταν περιπετειωδης. Οντας σε εξορια και κυνηγημενοι απο τις Τουρκικες αρχες ηταν συνεχεια στο ποδαρι. Οι καπεταναιοι κανανε συνεχεια επιδρομες στα σπαρτα και τα ζωα των γυρω περιοχων. Κανανε καρτερι κρυμμενοι καλα μεσα στην πυκνη βλαστηση οταν εβρισκαν κανενα βοδι να βοσκαη αφυλακτο, το πυροβολουσαν, το σκοτωναν και γρηγορα επι τοπου αλλοι απο αυτους πηγαιναν και τεμαχιζαν το σκοτωμενο βοδι επαιρναν ολα τα καλα κομματια και εξαφανιζονταν. Τα παιρναν πισω στον καταυλισμο τους, τα μαγειρευαν και τα ετρωγαν. Ετσι ο Παρασκευας Κυριακιδης καταφερνε να βρη τροφη και τα εφερνε στην Σεβαστη που τα μαγειρευε.
Ο Παρασκευας Κυριακιδης ηθελε να εχη μεγαλυτερη συμμετοχη στην ιεραρχια του καπετανατου και ζητουσε να του δωσουν οπλο, αλλα οι καπετανεοι δεν του εδιναν λογω του νεαρου της ηλικιας του και του μικρου δεματος του σωματος του πιστευανε πως δεν θα μπορουσε να ανταπεξελθη στις αναγκες του καπετανατου. Ενας απο τους καπετανεους ηταν και ο Λευτερ’ νταης που αργοτερα στην Ελλαδα, στην Χρυσουπολη Καβαλας γινανε γειτονες.
Αλλα ο Παρασκευας Κυριακιδης ειχε ενα σουγια δικο του που τον χρησιμοποιουσε προς μεγιστο οφελος κοβωντας κομματια τα ζωα που σκοτωναν οι καπετανεοι. Ενας αλλος τροπος που κατορθωναν να βρισκουν τροφη προερχονταν απο σπαρτα. Κοβανε σταχυα, παιρναν το σιταρι το αλεθαν με αυτοσχεδια αλετρια και κανανε ψωμι και ετρωγαν.
Μια φορα ειχαν κοψει σταχυα απο κριθαρι και αφου αλεσαν το κριθαρι το ζυμωσαν φτιαξαν πιττες και τα ψησαν πανω σε ντενεκε διπλα στην κοιτη ενος ποταμιου. Οταν πλεον ηταν ετοιμες ψημμενες ο Παρασκευας απο την βιασυνη και την πεινα του, μετα την πολυωρη αναμονη πηρε μια πιττα δαγκωσε με προσμονη της κορρεσης και η μπουκια του καθισε στο λαιμο καθως το ψημμενο κριθαρι ηταν σκληρο και δεν το μασησε καλα. Αρχισε να πνιγεται και να βηχη. Οι γυρω του τον χτυπησαν στην πλατη δυνατα για να βγαλουν την μπουκια απο την κριθαρενια πιττα απο τον λαιμο του δεν τα καταφεραν. Ο Παρασκευας αγωνιουσε, μετα βιας επαιρνε αναπνοη και προσπαθουσε να φτυση την μπουκια που ειχε κολλησει στον λαιμο αλλα εις ματην.
Οι υπολοιποι αποδεχτηκαν το μοιραιο, σταματησαν πλεον να προσπαθουν και συνεχισαν να τρωνε τις κριθαρενιες πιττες ασχολουμενοι με την δικη τους επιβιωση. Τον ειχανε για πεθαμενο, κατι το συνηθισμενο σ’ αυτες τις ημερες. Ο καθε ενας τους ειχε χασει συγγενεις και φιλους και ενας ακομη θανατος δεν ηταν παραξενο γεγονος.
Ο Παρασκευας αφεθηκε μονος του στην τυχη του και τα καταφερε τελικα να απεγκλωβιση τον λαιμο του και να φτυση την ενοχη μπουκια. Και αφου καταφερε να αποφυγη το μοιραιο, προσγειωθηκε σε μια αλλη πραγματικοτητα, της πεινας του που ηταν ακομη ακορεστη,κοιτωντας την πιττα που ακομη κρατουσε στα χερια του, αλλα αλοιμονο δεν ηταν αρκετη να κορεση την πεινα του και δεν υπηρχε αλλη πιττα καθως τις ειχαν φαει ολες οι αλλοι και ειχαν φυγει. Τελοιωσε την πιττα και πηγε να βρει τους αλλους.
Η ζωη στα βουνα δεν εμελλε να διαρκεση πολυ καθοσον οταν οι Τουρκοι χωρικοι αντιλαμβανονταν οτι υπηρχε ανταρτικο στα μερη τους εστελναν μηνυμα στην Τουρκικη χωροφυλακη και αυτοι εστελναν οπλισμενους αντρες, βρισκανε τους καταυλισμους που εφτιαχναν οι Ελληνες ανταρτες και καταστρεφαν εκαιγαν τα σπιτια και τις καλυβες αναγκαζοντας τους ανταρτες να φευγουν να πανε σε αλλα μερη.
Σε μια απο αυτες τις επιδρομες, οπως ελεγε η Ελευθερινα η γυναικα του Λευτερ’νταη, που αργοτερα εγιναν γειτονες με τον Παρασκευα Κυριακιδη στην Χρυσουπολη της Καβαλας, η Τουρκικη Χωροφυλακη εγινε αντιληπτη απο τους Ελληνες καπετανεους και ειχαν σημανει συναγερμο και εκκενωσαν τον καταυλισμο απ’ ολες τις γυναικες και τα παιδια και κρυφτηκαν στους κοντινους θαμνους. Αλλα υπηρχε μια γρια γυναικα που ηταν κατακοιτη και δεν μπορουσε να περπατηση. Την εβγαλαν εξω απο το σπιτι της, για να μην καη απο το ενδεχομενο φωτιας, την εκρυψαν καπου σε ενα θαμνο καλα, την σκεπασαν με κουβερτες για να μην κρυωνη και εφυγαν.
Ηταν χειμωνας και αρχισε να πεφτη χιονι πυκνο. Οι Τουρκοι εφθασαν στον ερημο καταυλισμο, εκαψαν κατεστρεψαν οτι βρηκαν και εφυγαν. Οταν γυρισαν πισω και τα βρηκαν ολα κατεστραμμενα η να καινε ακομα καμμενα η να καινε ακομη και το χιονι να εχη σκεπαση με ενα παχυ στρωμα τα παντα, και δεν μπορουσαν να βρουν την γιαγια αρχισαν να λενε οτι παει πεθανε η γιαγια, ακουσαν την γιαγια να λεη κατω απο το χιονι, οχι καλε εδω ειμαι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου